-
1 πονοκέφαλος
[понокефалос] ουσ. а. головная боль,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πονοκέφαλος
-
2 боль
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > боль
-
3 боль
-и θ.πόνος, οδύνη, άλγος•головная боль πονοκέφαλος, κεφαλόπονος, κεφαλαλγία•
испытывать боль αισθάνομαι, πόνο•
зубная боль πονόδοντος, οδονταλγία•
острая боль οξύς (δυνατός) πόνος.
|| μτφ. θλίψη, λύπη, στενοχώρια•душевная боль ψυχικός πόνος•
с -ыо в сердце με πόνο στην καρδιά.
-
4 боль
больж ὁ πόνος, τό ᾶλγος:зубная \боль ὁ πονόδοντος; головная \боль ἡ κεφαλαλγία, ὁ πονοκέφαλος; испы́тывать (причинять) \боль αἰσθάνομαι (προξενώ) πόνο.